- ἀργιβρέντας
- ἀργιβρέντας1 of the flashing thunder
κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀργιβρένταν — ἀργιβρέντᾱν , ἀργιβρέντας masc acc sg (epic doric aeolic) ἀργιβρέντας masc acc sg ἀργιβρέντᾱν , ἀργιβρέντης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀργιβρέντης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξιβρέντας — ἀναξιβρέντας, ο (Α) (επίθ. τού Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)] … Dictionary of Greek
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek